- ιερατικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἱερατικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.)νεοελλ.φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» — μορφή εξέλιξης τής ιερογλυφικής στην Αίγυπτομσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόντο ιερατείοαρχ.1. ο αφιερωμένος σε ιερό σκοπό2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱερατική(ενν. τέχνη) η ιερατεία, το αξίωμα τού ιερέα3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱερατικοίη τάξη τών ιερέων4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερατικόνονομασία εμπλάστρου5. φρ. «ἱερατικὴ βύβλος» ἡ «ἱερατικὸς χάρτης» — ονομασία παπύρου.επίρρ...ιερατικώς και -ά (ΑΜ ἱερατικῶς)1. με ιερατικό τρόπο2. από ιερατική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, μέσω ίσως ενός αμάρτ. *ιεράτης ή *ιερατός (πρβλ. ιερατεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.